H Καλλιρρόης Σπυρίδωνος παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση της
με τίτλο «Μύθοι καιΊχνη στο χρώμα» στην Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι.
Η έκθεση περιλαμβάνει ζωγραφικά έργα μικτής τεχνικής (κολάζ με κινέζικα χαρτιά, ακρυλικά χρώματα, ακουαρέλα), με διαστάσεις 60x60, 80x80, 40x60 και 40x40, που πολλές φορές σχηματίζουν δίπτυχα ή τρίπτυχα. Τα έργα είναι ανθρωποκεντρικά με εκρηκτικά χρώματα.
Εκτός από τα έργα, η έκπληξη της έκθεσης είναι ένας παραμυθόκοσμος τριών διαστάσεων στημένος μέσα στη γκαλερί, τον οποίο δημιουργούν 92 χαλκοσυρμάτινοι πεταλουδάνθρωποι που μπαίνουν από το παράθυρο…
Όλος αυτός ο κόσμος περιγράφεται μέσα από μικρούς αυτοτελείς μύθους στο λεύκωμα της έκθεσης.
Ο Ακαδημαϊκός κ. Χρύσανθος Χρήστου, μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό σημείωμα του λευκώματος της έκθεσης αναφέρει:
«…Πέρα από τα θέματα που μπορεί να είναι φυτικά και ζωικά, καμπυλόμορφα και γωνιώδη και πάντα αποσπασματικά, ένα τμήμα δέντρου, ένα ανθρώπινο πρόσωπο, ένα ακαθόριστο οικοδόμημα, που συχνά δίνουν την εντύπωση ότι η καλλιτέχνις κινείται σε σουρεαλιστικές κατευθύνσεις, ουσιαστικός φορέας της εκφραστικής της γλώσσας είναι το χρώμα.
Τα χρώματά της είναι άλλοτε όλα ζεστά και άλλοτε όλα ψυχρά τα οποία δίνουν ένα περισσότερο ποιητικό χαρακτήρα στην ζωγραφική επιφάνεια.»
Επίσης ο καθηγητής Γιώργος Τζιρτζιλάκης , μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό σημείωμα του λευκώματος της έκθεσης αναφέρει:
«... Είναι όσο εύληπτα και αινιγματικά χρειάζεται. «Γυναικεία» και με μια λανθάνουσα, μελαγχολική ευαισθησία, συστήνουν πάνω απ’ όλα φαντασιακά περιβάλλοντα.»
Παραμύθι της Καλλιρόης
«-Καλησπέρα !»
«-κάτι πιο ήρεμο τώρα πια, παρακαλώ?» του είπε
Κι αυτός δε μίλησε, μόνο γύρισε και την κοίταξε με νόημα- γαλάζια δυνατά, ακέραια μάτια, με λίγη κοροϊδευτική απορία.
Και μια ματιά δικιά της, που δήλωνε.
«-Λυπάμαι για ότι έχει συμβεί-μα δε μπορώ να το αλλάξω…»
Κι αυτός πάλι δε μίλησε.
Μόνο έριξε απότομα το βλέμμα του κάτω, στο χώμα, κούνησε το κεφάλι, και δεκάδες φυλλαράκια τινάχτηκαν ολόγυρα απ το πρασινογάλαζο κεφάλι του.
«το ξέρει άραγε?»αναρωτιέται εκείνη.
«ότι το κάθε καλησπέρα με τον ίδιο ήχο, και την χροιά της ζεστασιάς του δειλινού κουβαλάει μέσα του άλλο νόημα?»
«το ξέρει άραγε?»σκέφτεται πιο ψύχραιμα εκείνος…
Ότι γύρω της, σκόρπια αγάπη γι αυτήν θα υπάρχει πάντα? κι όλο ξεχνάει να μαζέψει τα τελευταία κομμάτια…?
«το ξέρει άραγε?»πλανιέται μέσα στο δάσος σαν αιθέρας η αγάπη.
Είναι σούρουπο.
Το χρώμα της γίνεται ένα με τα δέντρα, καφέ κόκκινο, χρυσαφί ζεστό.
Το χρώμα του ,πράσινο, λαδί, γαλάζιο και μωβ.
«-Ανήσυχο ξωτικό της φωτιάς! πάντα ανήσυχο!»λέει εκείνος.
Την κοιτάζει.
Τα ματιά της βαθαίνουν, σε βλέμμα γεμάτο στοργή και ευκινησία.
Μεγάλα μαύρα μάτια.
Κι αυτός, εαυτός βαθύς, γαλάζιος, σκυθρωπός-πράσινος σκούρος,-από την άλλη φυλή του δάσους-ξωτικό της γης.
Σήκωσε λίγο το κεφάλι ,στην αταραξία της δύσης του,
λυπάται λίγο…, παρά πάνω…, ανεξέλεγκτα…, και τότε γίνεται ένα με τις ρίζες των δέντρων.
Φυτρώνει στο χώμα.
Αυτή είναι η δύναμη του.
Αντλεί την εξουσία του από τη στερεότητα των βράχων.
Κινείται αργά και σταθερά , με τα άκρα βυθισμένα στη γη ,
και έτσι σκυθρωπά …,ανθίζει πάλι.
Τον αγαπάει.
«Σίγουρα θα το χει καταλάβει, δε μπορεί!»
Στα άπειρα χρόνια που γνωρίζονται, αυτή του φέρνει το φως, για να βλέπει καθαρά που πατάει. Και κουνώντας την ουρίτσα της πηδάει εδώ κι εκεί κι ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα φυλλώματα ,και άπειρες ηλιαχτίδες κατρακυλούν μέχρι τα δικά του άκρα, σ όλα τα χρώματα της ίριδας.
Κι αυτός σκυθρωπός με τις ρίζες του στο χώμα, χαμογελάει αργά.
Βαθιά .
Το χαίρεται πάλι και πάλι, και πάλι…
«είναι ένα μεγάλο ξωτικό»σκέφτεται αυτή.
Και τον θαυμάζει.
Υπάρχει για την αλήθεια του.
Δένει τη γη, τα δέντρα, τη φωτιά.
Λίγο σκυφτός. Χωρίς περιττές κινήσεις ανθίζει πάλι.
«Με νευριάζεις ,το ξέρεις? αυτό έχω να σου πω!»
Του δηλώνει ,και φεύγει από δίπλα του, πηδηχτά εδώ κι εκεί, γύρω του ,χωρίς να ξέρει το γιατί, και τα μεγάλα της μάτια λαμπυρίζουν στις σκιές του δάσους .
«Δε λες ποτέ ,αν κάνεις κάτι καλό, κι είμαι σίγουρη ότι κανείς!»του φωνάζει, και πηδάει εδώ κι εκεί ,και τα σάλτα της θροΐζουν τα φυλλώματα, ταρακουνάνε τα κλαδιά των δέντρων, ξεσηκώνουν τα ζώα, τινάζουν μικρές σπίθες φωτιάς ,ενώ σιγά- σιγά πέφτει η νύχτα.
Κι αυτός ατάραχος μένει, και σηκώνει τα μάτια.
Την κοιτάει σιωπηλά-λίγο ειρωνικά. Διαβάζει όλη της την ύπαρξη από την ανήσυχη της κίνηση.
Μακρής, Βάρης , και σταθερός κινεί ένα μπράτσο ρίζες, πιο κοντά της.
Παύση
Σιγή
«τι θα γίνει τώρα ?...»σκέφτεται μέσα της, ενώ οι αποχρώσεις της σκουραίνουν κι άλλο, κοκκινίζουν και χρυσίζουν .Και οι σπίθες της τινάζονται παντού.
Συναισθήματα ανακατεμένα με θυμό, ακατανόητα νοήματα, ασυνάρτητες κινήσεις. Στο ξέφωτο αυτό, ήχοι, θροΐσματα, φωτιές , κινήσεις ζώων.
Παύσεις
Μεγάλες παύσεις
Σκιές
Πράσινο, λαδί, χρώμα γιατρικό…ακατάπαυτες σκέψεις…
«Ακόμα δεν έμαθες το χορό σου?»τη ρωτάει βαθιά και της σταματάει το ειρμό.
«μάθε επιτέλους τα βήματά σου γύρω μου…!»θύμωσε κι αυτός.
«ορίστε !
Μιλάει κι από πάνω! Κάνω τα πάντα γι αυτόν, και μιλάει κι από πάνω!»
«ε ρε μπλέξιμο!»
και στη σκέψη αυτή, ο άλλος ριζώνει πιο βαθιά τα μπράτσα του στο ζεστό από τις σπίθες χώμα .
Πρασινίζει δυνατά, και σκυθρωπά χαμογελάει με κατανόηση.
Και τα κλαδιά ανεβαίνουν λουλουδιστά προς τα πάνω,
Ενώ, γύρω του, σα πυγολαμπίδα καφέ, σε τρελή τροχιά,
σχεδιάζοντας σχήματα, και σχήματα όλο και πιο περίτεχνα και μεγαλύτερα από την πορεία της γύρω του-πάντα τριγύρω του, χορεύει αυτή.
Κι από το ζευγάρωμα αυτό ,τα ζώα χαίρονται και πλησιάζουν νιώθοντας την ενέργεια που παράγεται σαν γιορτινό μαγικό.
Η γη βλασταίνει, πρασινίζει, κι όλα χαίρονται… απροσδιόριστο πόσο… βαθιά,
όταν αυτοί οι δυο περιπλέκονται στο παιχνίδι της συνύπαρξης.
Ο ένας ριζωμένος καλά, και η άλλη στην ελευθερία του χορού της.
Δε προσπαθούνε να καταλάβουν την ασυναρτησία της κοινής τους δράσης, που τόσο γενναιόδωρα προσφέρει χαρά σ όλο το δάσος
Ό,τι υπάρχει ,
Ζει αιώνια άλλωστε…ανάμεσα στο καφέ θηλυκό ξωτικό της Φωτιάς και στο πράσινο αρσενικό ξωτικό των δέντρων της Γης του Δάσους .